άρθρο-απενοχοποίηση Έν-τεχνου όρου

*1.αρχική δημοσίευση στον ηλεκτρονικό τύπο, 8/10/15.
2. Η φωτογραφία είναι από το χωριό Ηλιοκώμη Σερρών, τόπο καταγωγής.

Η επιστήμη έχει την δυνατότητα της ακριβολογίας. Μάλιστα είναι τόσο εγγενές χαρακτηριστικό της που δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτήν. Καμιά πειραματική διαδικασία δεν μπορεί να επαναληφθεί αν δεν αποτυπωθεί με ακρίβεια κι από τη στιγμή που το πείραμα είναι η επιστήμη τότε δεν μπορεί να υπάρξει κανένας άνθρωπος στο φεγγάρι χωρίς την ακρίβεια του λόγου της. Δυστυχώς όμως στην τέχνη τα πράματα κινούνται φυγόκεντρα γύρω από το θυμικό μας και το να καταπιαστείς με τους όρους σε βάζει σε μπελάδες.

Ο ακριβολόγος στην τέχνη είναι ο τύπος-που-βάζει-ταμπέλα-παντού. Η ακριβολογία εγείρει συζητήσεις που δεν έχουν σκοπό ύπαρξης πέρα από το να αποδείξουν ότι η τέχνη παθιάζει το άτομο και που σε αντίθεση με την επιτυχία των όρων στην επιστήμη, οι όροι στην τέχνη περισσότερο θολώνουν το τοπίο παρά το ξεκαθαρίζουν. Λέγοντας αυτά θεωρώ πως η μητέρα των μαχών στους όρους της ελληνικής μουσικής είναι, φυσικά, το έντεχνο αφού καταρχήν οι πάντες μη-έντεχνοι νιώθουν να τους προσδίδεται μια υποτέλεια με τη χρήση του όρου. Είναι σαν να λέμε ο Γιώργος δεν είναι απλά κοντός, είναι κοντύτερος από τους άλλους ανθρώπους. Κοιτώντας όμως πίσω από τις λέξεις θα επιχειρήσω να παρουσιάσω πως κάτι τέτοιο ίσως και να μην ισχύει.

Κάθε όρος μπορεί να φανεί οπισθοδρομικός αν δεν έχει λόγο ύπαρξης και σε συνδυασμό με την οικονομία της γλώσσας απαλείφεται από το συλλογικό λεξιλόγιο μετά από κάποια χρόνια. Με το έντεχνo, όμως, δεν συνέβη αυτό. Είναι ένας όρος μιας άλλης εποχής, όμως καθώς χρησιμοποιείται κατάφωρα από τα ΜΜΕ μέχρι τις παρέες αγοριών και κοριτσιών στις παραλίες της χώρας πρέπει να ξανασκεφτούμε την ιστορική του συνέχεια. Αν το πιάσουμε από την αρχή θα δούμε για ποιο λόγο χρησιμοποιείται ακόμα η ορολογία “έντεχνο” όταν πάμπολλοι άνθρωποι της τέχνης τον έχουν αφορίσει σαν όρο.

Μια ενδιαφέρουσα ιδέα πάνω στην ίδια τη γέννεση του έντεχνου όρου διάβασα στα Μουσικά προάστια (1) όπου παρουσιάζει το έντεχνο να είναι το παιδί της μουσικής ιδιαιτερότητας του ‘60 και της ποιητικής δημιουργίας που ήδη υπήρχε στον τόπο. Ως προς την μουσική ήθελε να βρίσκεται έξω από το λαϊκό αλλά και έξω από το σαλόνι (μια κοινωνική διαφοροποίηση), παράγωγο ενός είδους συνθέτη διαβασμένου/λαϊκού ή θυμόσοφου. Ως προς το στίχο ξάπλωσε με την ποίηση που έψαχνε να μελοποιηθεί, απαστράπτουσα και με όγκο, ήδη από τα προηγούμενα χρόνια. Αν δεν ήταν από την ελληνική ή ξένη ποιητική παραγωγή ο στίχος τότε από τον στιχουργό θα έπρεπε να του δοθεί μια ποιητική υφή, εξ αρχής. Βρίσκεται, λοιπόν, μέσα στην τέχνη, είναι έν-τεχνο, είναι το παιδί δύο και περισσότερων τεχνών. Περισσότερων γιατί πολλές φορές τα εξώφυλλα των βινυλίων παρουσίαζαν και έργα ζωγράφων που τους ενέπνεε ο δίσκος που φιλοτεχνούσαν (βλ.: “Η μεγάλη αγρύπνια”, 1975. Μουσική: Ελένη Καραΐνδρου, Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη, Εξώφυλλο: Γιάννης Τσαρούχης). Σε αντίθεση με το λαϊκό που συνήθως έβρισκες τον τραγουδιστή στο εμπρός φύλλο να ακουμπάει χαλαρός πάνω σε ένα κομοδίνο (2). Έτσι, λοιπόν, μιας και τα νέα ακούσματα θέλουν να διαφεύγουν της υπάρχουσας οριοθέτησης, σε ένα δίπολο ζήλιας και άρνησης με το παλιό, εγένετο έν-τεχνο. Ένα παιδί των τεχνών. Δεν υποδηλώνει κάποια ανωτερότητα, ασχέτως βέβαια αν το νιώθουμε εμείς ως τέτοιο. Δεν αποκλείει όλα τα υπόλοιπα ακούσματα ως άτεχνα. Υποδηλώνει τον πατέρα του και τη μάνα του.

Το έντεχνο, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια σχετικά λογική και ακριβής ορολογία πάνω στην τέχνη, για την εποχή της. Το ότι ξενίζει, όπως τότε έτσι και τώρα το βασίζω στο θυμικό, όπως προείπα στην αρχή. Το βασίζω στη δυσκολία της γλώσσας να επικοινωνήσει τη μουσική.

Τι γίνεται όμως με το έντεχνο τώρα; Ο οποίος σαν όρος που παρουσίαζε στο κοινό με ευκολία μια συγκεκριμένη νοοτροπία πάνω στην τέχνη όσο κι ένα είδος τραγουδοποιίας και που μπορεί να είχε σημαντικό πάτημα στη μουσική-κοινωνική πραγματικότητα του ‘60, ‘70 και του ‘80, τώρα φαίνεται να έχει αποδομηθεί τελείως κοινωνιογλωσσολογικά. Οι κοινωνιολογικές συνθήκες, δηλαδή, που επηρέασαν τη χρήση του όρου φαίνεται να μην ισχύουν πλέον. Έχει διακοπεί η συνοχή της κοινωνικής, μουσικής και γλωσσολογικής αναγκαιότητας για την ύπαρξη του όρου. Οπότε, τι γίνεται με τη σημερινή χρήση του; Το εύκολο θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα τρικ της μουσικής βιομηχανίας να παρουσιάσει ένα συγκεκριμένο προϊόν με ένα ιλουστρασιόν περιτύλιγμα συγκεκριμένης κουλτούρας και απλά να το διατηρεί (όπως γίνεται με την υποκουλτούρα των goth, emo, indie, σκυλάδικο κτλ). Γίνεται, δηλαδή, εύκολα εμπορεύσιμο. Ίσως και να είναι αληθινό. Όμως, ποιας βιομηχανίας; Ξεψύχησαν. Αλλά το έντεχνο συνεχίζει να παράγεται και να αναπαράγεται σαν όρος και σαν είδος. Γιατί; Αφού σαν όρος και είδος φαίνεται να μην “περνάει” στους μουσικούς. Υπάρχουν ατελείωτες τέτοιες αναλύσεις στο διαδίκτυο με πρώτη και καλύτερη την ανάλυση (3) του κ. Μάρκου Τσέτσου, αναπληρωτή καθηγητή Αισθητικής της Μουσικής στο Ε.Κ.Π.Α. που παρουσιάζει διάφορες οπτικές (αρνητικές) πάνω στο θέμα. Όμως, παρόλα αυτά, οι έν-τεχνοι τραγουδοποιοί συνεχίζουν και παράγουν τραγούδια με το ίδιο αισθητικό κριτήριο και αυτοπροσδιορίζονται ως τέτοιοι πολλές φορές.

Η σύγχρονη δομιστική αντίληψη μας βοηθάει να καταλάβουμε το αυτονόητο: Η γλώσσα δεν έρχεται απλά να ονοματοθετήσει ήδη διαμορφωμένες κατηγορίες και ταξινομήσεις αλλά συμβάλλει και αυτή στην ταξινόμηση των εμπειριών μας [wiki]. Όπως όλα δείχνουν οι ταξινομημένες ακουστικές εμπειρίες με βάση το “έντεχνο” καθορίζουν την πραγματικότητα των δημιουργών σήμερα. Οι νέοι μουσικοί, συνθέτες και στιχουργοί εφαρμόζουν ένα σχετικό μουσικό πλουραλισμό και ποιητικότητα στο στίχο τους επειδή έχουν ταξινομηθεί έτσι οι εμπειρίες τους (εξηγούμαι παρακάτω). Ειδικά στην εποχή μας που σχεδόν κανένας δεν γράφει λαϊκό τραγούδι, ίσως γιατί δεν υπάρχει η ανάγκη του (;),  δείχνει το έντεχνο να είναι πεδίον δόξης λαμπρόν για όσους νέους τραγουδοποιούς θέλουν να παράγουν μουσική πέρα από το σκυλάδικο, ελληνικό swing, μπάλκαν και ραπ (4) που φαίνεται να κατέχουν σημαντικό κομμάτι, πλέον, στην ελληνική μουσική.

Ο λόγος με άλλα λόγια (για να συνεννοούμαστε) είναι η παράδοση. Κι εδώ την εννοώ σαν συνέχεια και όχι σαν το μουσικό είδος  (δημοτικά, ποντιακά, κρητικά κτλ). Υπάρχει πλέον η παράδοση του έντεχνου με διακριτά αισθητικά κριτήρια. Υπάρχουν νόρμες και προϋποθέσεις. Στο συλλογικό μας μυαλό υπάρχει ως τέτοιο ασχέτως αν οι περισσότεροι κάνουν επαναστατική γυμναστική πάνω στον όρο απορρίπτοντας τον. Το ζόρικο κομμάτι με το έντεχνο, όμως, είναι ότι τα αισθητικά του κριτήρια είναι τόσο ψηλά ανεβασμένα που οποιοσδήποτε νέος τραγουδοποιός τολμήσει να κάνει κάτι σε αυτόν το χώρο πρέπει να αναμετρηθεί με την ποίηση και τον ήχο πολύ μεγάλων δημιουργών με φοβερό βάθος σκέψης και εναρμόνισης κάτι που κάνει το καινούριο να φαίνεται θολοκουλτουριάρικο ή επιτηδευμένο. Το βάθος του χρόνου της ελληνικής έντεχνης μουσικής καθόρισε την ύπαρξη των διαμαντιών του. Σκεφτείτε σε αντιστοιχία πόσο δύσκολο είναι να γραφτεί καινούρια-παραδοσιακή μουσική. Είναι σχεδόν αδύνατον. Ο όγκος της παραδοσιακής μας μουσικής είναι τεράστιος. Κάθε προσπάθεια προσκρούει σε κάποιο μέγιστο μουσικά και άρτιο στιχουργικά τραγούδι της παραδοσιακής μας μουσικής. Σε αντιστοιχία, εξ ου και η αντιπάθεια πολλών για το έντεχνο. Μοιάζει ως μια κακή απομίμηση. Είναι πολύ δύσκολο να υπερφαλαγγίσεις τα μαργαριτάρια που γεννήθηκαν τα τελευταία 50 χρόνια.

Πάντως, όπως και να ’χει, τολμώ να πω πως βλέπω μια συνέχεια ή παράδοση και αυτό μου φαίνεται να είναι μια λογική απάντηση όσον αφορά τον λόγο ύπαρξης έντεχνης μουσικής το 2015.

Για να μην πάει πολύ μακριά η βαλίτσα ας πούμε επιγραμματικά ότι βλέπω μια συνέχεια από τον Χατζιδάκι (που ήταν κι ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο) μέχρι τώρα. Κάπου στη μέση της διαδρομής υπάρχει μια αγρανάπαυση και μετά εμφανίζεται ο Νίκος Παπάζογλου σαν αναβίωση της έντεχνης νοοτροπίας στην ελληνική μουσική (5). Χωρίς να παραγνωρίζω τόσους άλλους που χωρίς αυτούς θα ήμασταν μισοί. Μαζί, βέβαια, με τους δημιουργούς υπάρχουν και οι ερμηνευτές που διάλεγαν να αντιπροσωπεύσουν το έντεχνο όπως ο Ξυλούρης που μας εισήγαγε το ιδίωμα του στο χώρο και με νοητικά άλματα ακούμε τώρα τον Χαρούλη από τη γενιά των νέων έντεχνων ερμηνευτών. Προσοχή δεν αναφέρομαι στην ποιότητα αλλά στην συνέχεια. Βλέπω την ένωση της τραγουδοποιίας από τον Μάνο και Μίκη του ‘70, στον Χαλκιδικιώτη και Λαρισαίο της εποχής μας σε στίχο και μουσική. Από τον Περίδη (που μας χωρίζει ένα -τ-) ως τους νέους δημιουργούς, όπως το Ηλιοδρόμιο. Έντεχνοι όλοι τους γιατί η μουσική τους ζητάει ποίηση ή ποιητικότητα για να υπάρξει. Η μουσική τους ζητάει ζωγράφους να την πλαισιώσουν και κινηματογραφιστές να την απαθανατίσουν σε εικόνα λυρική. Δεν βλέπω όμως έντεχνη νοοτροπία, όπως την παρουσίασα παραπάνω, στον Μουζουράκη, στην Μποφύλιου, στον Χατζηγιάννη κ.α. χωρίς αυτό να τους υποβιβάζει αλλά απλώς να τους κατατάσσει κάπου αλλού, προς διευκόλυνση των ακριβολόγων της μουσικής. Αυτοί οι ακριβολόγοι που θα τους φοβηθεί το μάτι από τον ορυμαγδό σχολίων, γιατί το θυμικό μας το προστάζει.

Σημειώσεις:

1Μουσικά Προάστια, Για Τον Όρο «Έντεχνο»

2Προσωποκεντρισμό, τον οποίο δεν κακολογώ μιας και είναι μια άλλη προοπτική πάνω στο προϊόν της λαϊκής μουσικής εκείνης της εποχής.

3ΑΠΟ ΤΟ «ΕΝΤΕΧΝΟ» ΣΤΟ «ΛΟΓΙΟ», Επισημάνσεις Αισθητικής και Πολιτικής (Αναδημοσίευση απο το περιοδικό ΠΟΛΥΤΟΝΟν) “[…] οι απολογητές της ελληνικής μουσικής ψευδοκουλτούρας παρουσιάζουν ως «έντεχνα» τραγούδια απλοϊκής παρατακτικής δομής, στοιχειώδους μελωδικής γραμμής που ενίοτε κινείται, σε κτυπητή αντίθεση προς τις πλούσιες μελωδίες των αυθεντικών λαϊκών τραγουδοποιών, μεταξύ ελάχιστων φθόγγων, μια μουσική ενδεούς αρμονικής σύλληψης που ενεργοποιεί ελάχιστο αριθμό συγχορδιών και προβλέψιμων μετατροπιών, αν αυτές υπάρχουν. Η παντελής απουσία συνθετικού προβληματισμού και η ατέρμονη επανάληψη ενός περιορισμένου αριθμού δομικών, μελωδικών και αρμονικών προτύπων περιβάλλονται το ένδυμα μιας φλύαρης και γλυκερής ψευδοφιλολογικής αισθητικολογίας ή διασώζονται μέσα από τη φιλόδοξη επιλογή ποιημάτων μεγάλων ποιητών αντί των ευτελών στίχων του λαϊκού στιχουργού· […]“

4 συγχωρέστε μου που τα τοποθέτησα στην ίδια πρόταση, δεν είναι ποιοτική η κατάταξη.

5 Παρατηρήστε ότι η μέθη, ο χορός και η ανατολίτικη πνοή μας υπάρχουν στο έντεχνο σε αντίθεση με την λόγια μουσική. Βασική ειδοποιός διαφορ

Σχολιάστε