*αρχική δημοσίευση στον τύπο, Νοέμβριος 2012.
Κάποια στιγμή όπως φαντάζομαι οι περισσότεροι έτσι και εγώ άρχισα να ετεροπροσδιορίζομαι στην ιστορική συνέχεια. Με διαχώρισα γρήγορα και με ασφάλεια από τις προηγούμενες γενιές με όποιο μέσο μπορούσα. Αντιβαίνοντας λοιπόν τους όρους της ιστορικής αντικειμενικότητας έτσι όπως την αντιλαμβάνομαι εδώ, που ορίζει ως μη επιστημονικό τον αυτοπροσδιορισμό των ίδιων των γενεών, σήμερα προσπαθώ να προσδιορίσω τη γενιά μου.
Χρονολογικά καθορίζω την αναγκαστική ηλικία που θα πρέπει ενιαία να παρουσιάζουμε ως τη γενιά που προέρχεται από τους μεταπολιτευόμενους γονείς της σύγχρονης για μας Ελλάδας με το ιδιαίτερο γνώρισμα της χρήσης του διαδικτύου και της γενικευμένης τεχνολογίας. Κι αν υπάρχουν, λοιπόν, δύο πράματα που μοιραζόμαστε εμείς οι νέοι μου φαίνεται πως είναι η εξερεύνηση της ψυχαγωγίας και το υπέρ- . Για το πρώτο φοβάμαι πως είναι απόρροια του δεύτερου. Η γενιά του υπέρ- λοιπόν. Η γενιά που τα έκανε όλα στον υπερθετικό βαθμό. Ελπίζω μόνο αύριο να μην βρεθεί άλλος που να ανακηρύξει την δικιά του εποχή ως υπερθετικότερη γιατί η συνέχεια της ιστορίας μου αν και δεν έχει τέλος μυρίζει μπαρούτι, νομίζω.
Είμαστε, όπως βλέπω έως τώρα, διαφορετικοί από τους χαμένους προγόνους μας σε σημείο που να μας κάνει να φαινόμαστε κατώτεροι των περιστάσεων. Αν όντως είμαστε τελικά ή όχι αυτό θα φανεί στο μέλλον. Κάποια γενιά κουβάλησε το στίγμα της επανάστασης (νιώθω πως οι γενιές ως προσδιορισμοί αποκτούν νόημα μόνο στον τόπο που γεννήθηκαν, μετανάστευσαν ή όχι και πέθαναν οπότε και δεν κουβαλάν όλοι σε διαφορετική γεωγραφία την ίδια ιστορική ταυτότητα). Κάποια άλλη γενιά σε κάποιο άλλο τόπο όρθωσε στους προηγούμενους που φεύγαν τη σημαία της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Κάποιοι ανέτρεξαν σε αρχαία γραπτά και ξαναγέννησαν τον άνθρωπο. Κάποιοι καλλιέργησαν τη γη με τα χέρια τους χωρίς παράπονο. Εμείς, λοιπόν, οι ζωντανοί που ξεχωρίζουμε; Για να μην πω διαπρέπουμε γιατί πολλές γενιές κάηκαν στην στασιμότητά τους. Σίγουρα όλοι οι προηγούμενοι προσπάθησαν και αυτοί για το υπερθετικό κατά μία έννοια ή αλλιώς για αυτό που τους φαινόταν το καλύτερο, το σωστότερο. Πιάστηκαν πάνω από καθετί που έφτιαξαν και το ζύμωσαν μέχρι να πάρει τη μορφή που είχαν στα ήσυχα και αργά μυαλά τους, μιας και η σύγχρονη τρεχάλα τους ήταν άγνωστη. Δεν ήταν όμως ο υπερθετικός αυτό για το οποίο τους θυμόμαστε σε κάποιο σχολικό βιβλίο ιστορίας.
Εμάς, όμως, είναι πιθανό να μας θυμούνται για τον υπερθετικό και δυστυχώς από μια άλλη σκοπιά. Όχι την ποιοτική αλλά την ποσοτική. Εμείς κάναμε κάτι διαφορετικό. Πατήσαμε πάνω στο νεότατο κόσμο που μας άφησαν και ήπιαμε τους ζωμούς του. Ήδη είχε ξεκινήσει η απομύζηση χρόνια πριν όμως πρέπει, πλέον, να παραδεχτούμε ότι είμαστε οι άνθρωποι του υπέρ-.
Τα μυαλά μας κουρδίστηκαν στον υπερκαταναλωτισμό και αυτός έφερε φυσικά τους ζωντανούς-νεκρούς υπέρβαρους, τους υπερφλύαρους μονολόγους μας στις τηλεοράσεις, την υπεραυλίευση πάνω σε υπερηχητικά αυτοκίνητα, την υπερπληροφόρηση και φυσικά την υπερκόπωση. Άραγε μας περιμένει ο υπερθάνατος σκορπώντας τα μέλη μας στο διάστημα σε λογική τιμή το έτος 2065 οπότε και θα αφήσουμε το μάταιο τούτο κόσμο;
Βολευτήκαμε, δεν πεινάσαμε, δε διψάσαμε, δε κρυώσαμε. Σίγουρα υπήρξαν και θα υπάρχουν άνθρωποι (εκτός αν προσπαθήσουμε για το αντίθετο) που ζήσανε την δικιά τους προσωπική καταστροφή αλλά σε γενικές γραμμές τα χρόνια που πέρασαν μας χαρακτήρισαν ως τη χρυσή βολεμένη γενιά του τόπου. Ίσως πεινάσαμε όταν ήμασταν σε δίαιτα, να διψάσαμε στην ξαπλώστρα επειδή δεν μας έβλεπε η σερβιτόρα και να κρυώσαμε σε κάποιο χιονοδρομικό. Αγαπήσαμε πλαστικά. Αντιθέτως, οι λίγο πιο παλαιοί γονείς μας ή παππούδες μας αγάπησαν πραγματικά και προσπαθούμε να βρούμε πως να αγαπήσουμε και εμείς. Ζω αγαπητέ μου υιέ ή θυγατέρα στη εποχή που το απλό γίνεται εν τη γενέσει του περίπλοκο. Και το περίπλοκο ακατάληπτο. Όλα στον υπερθετικό βαθμό. Η γενιά που τα ‘χε όλα και τώρα δεν έχει τίποτα.
Ήταν ένα όνειρο όλα αυτά; Ζήσαμε ένα συλλογικό όνειρο;
Νομίζω, για μια στιγμή της ιστορίας τα ονείρατά μας ενώθηκαν μεταξύ τους με ουρές χρημάτων δημιουργώντας έναν συλλογικό, ονειρικό, ελληνικό, παράδεισο. Όλα ήταν δυνατά με βάση τη συνταγή: λίγο τύχη, λίγο δουλειά και λίγο από κονέξιον. Η δικιά μας μικρή Αμερική. Όμως, κάπου εδώ η μύγα του Σωκράτη μας ενοχλεί, να ξυπνήσουμε πρέπει.
Για ποιο πράμα θα μείνουμε στην Ιστορία;
Οι καναπέδες μας πάνω στους οποίους ησυχάζουμε θα χρειαστούν και αυτοί επιδιόρθωση, αλλά τότε θα είναι αργά. Θα προτιμήσουμε να βάλουμε κάτι στο στομάχι μας και θα καθίσουμε στο πάτωμα σαν τους παλιούς. Και από το -υπέρ θα γυρίσουμε στην -υπό. Η υποχρημοταδότηση είναι μόνον η αρχή. Μετά έρχεται η υπολειτουργία. Και καταλυτικά το “υπό του χώματος κείτεται ο Νέος-Έλλην». Ο μεταμοντέρνος Έλλην. Θα είμαστε η γενιά που έζησε την ομορφιά της πτώσης. Χωρίς αλεξίπτωτο, ως τώρα. Το θέαμα της Ευρώπης, του σύγχρονου κόσμου! Τουλάχιστον θα νιώσουμε για λίγα δευτερόλεπτα ότι πετάμε. Στις τραγικές πτώσεις, λένε, πάντα υπάρχει η αίσθηση της αβαρίας.
Υπάρχει ένα κόλπο όμως… μπορεί όντως να πετάξουμε. Θαρρώ πως η γενιά που βολεύτηκε και έχει ξεβολευτεί αγρίως, πολύ σύντομα, θα μεγαλουργήσει αντιβαίνοντας τους νόμους της μαζικότητας. Θα πετάξει. Αν θα πετάξουμε σαν σμήνος ή στην ατομικότητά της είναι ζήτημα κοινωνικό. Αν θα πετάξουμε με πληγωμένα φτερά αλλά συγχρόνως ορμώμενοι από την πείνα μας είναι θέμα συστημικό. Θα μας κάνει άραγε τη χάρη το Κράτος να μας πεινάσει κι άλλο;
…κι αν τελικά πέσουμε και δεν συμβεί τίποτα από όλα αυτά τουλάχιστον θα προσφέρουμε θέαμα στους εταίρους, με το ζεστό κουφάρι μας στα τσιμέντα της υποανάπτυκτης Ελλάδας του 2050.
Καλή πτήση, €.